- οχευτικός
- ὀχευτικός, -ή, -όν (Α) [οχευτής]1. (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή2. ο επιτήδειος στην οχεία ή αυτός που έχει την τάση να οχεύει3. (για πρόσ. και ζώα) λάγνος.επίρρ...ὀχευτικῶς (Α)με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.
Dictionary of Greek. 2013.